- παλλόμενος
- πάλλωpoisepres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίπαλτος — δίπαλτος, ον (AM) 1. (για ξίφη, κεραυνούς κ.λπ.) αυτός που πάλλεται, εξακοντίζεται και με τα δύο χέρια 2. (για στρατό) καλά εξοπλισμένος και ορμητικός («πᾱς στρατὸς δίπαλτος ἄν μὲ χειρὶ φονεύοι» όλο το στράτευμα θα ριχτεί με μανία επάνω μου, κάθε … Dictionary of Greek
πάλλω — (ΑΜ πάλλω) 1. κάνω κάτι να κινείται παλινδρομικά και γρήγορα, κινώ κάτι παλμικά, σείω, κραδαίνω, δονώ (α. «πάλλω τη χορδή» β. «λόγχην πατρός... χερσὶ πάλλων», Ευρ.) 2. εκτελώ παλμική κίνηση, δονούμαι, κραδαίνομαι 3. μέσ. πάλλομαι κινούμαι ρυθμικά … Dictionary of Greek
πάλσαρ — το αστρον. τύπος αστέρα ο οποίος αποτελεί πηγή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, τής οποίας οι εκπομπές ή παλμοί χαρακτηρίζονται από πολύ μικρή διάρκεια και επαναλαμβάνονται σε τακτικά χρονικά διαστήματα, αλλ. παλλόμενος αστέρας … Dictionary of Greek
ακανθόλαβρος — (acantholabrus). Γένος ψαριών της οικογένειας των πολυοδοντιδών, που ανήκει στην τάξη των οξυρρυγχομόρφων. Τα ψάρια αυτά έχουν πολλές παράλληλες σειρές δοντιών που συνέχονται από δύο χόνδρους, τον ουρανισκοτετράπλευρο και τον χόνδρο του Μέκελ,… … Dictionary of Greek
Μποσιέ, Ζακ Μπενίν — (Jacques Benigne Bossuet, Ντιζόν 1627 – Παρίσι 1704). Γάλλος θρησκευτικός συγγραφέας και ρήτορας. Το 1652 χειροτονήθηκε ιερέας και άρχισε να διακρίνεται στο Παρίσι με τους περίφημους 12 Επικήδειους λόγους του, τους οποίους συνέταξε για τους… … Dictionary of Greek
Σνίτσλερ, ΄Αρτουρ — (Schnitzler). Αυστριακός πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας (Βιέννη 1862 1931). Γιος διάσημου γιατρού, άσκησε και αυτός το ιατρικό επάγγελμα, αλλά από τα τριάντα του χρόνια αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη λογοτεχνία. Στους διάλογους του Ανατόλ (1890 … Dictionary of Greek